- φοινικοῦς,-ῆ,-οῦν
- A 0-0-1-0-0=1 Is 1,18purple
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
φοινικούς — (I) ῆ, οῦν, και ασυναίρ. τ. φοινίκεος, έα, εον, και φαινικοῡς, οῡν, Α 1. αυτός που έχει βαθυκόκκινο χρώμα, πορφυρός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινικοῡν το βαθυκόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + κατάλ. οῦς / εος (πρβλ.… … Dictionary of Greek
φοινικόεις — εσσα, εν, και συνηρ. τ. φοινικοῡς, οῡσα, οῡν, και ασυναίρ. ιων. τ. φοινίκεος (Ι), έα, ον, Α (ποιητ.τ.) 1. πορφυρός 2. (κυρίως για οίδημα) κόκκινος από το αίμα που περιέχει 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινίκεον το πορφυρό χρώμα 4. φρ. α) «σύκινα… … Dictionary of Greek
φαινικούς — οῡν, Α (δ. τ.) βλ. φοινικοῡς (Ι) … Dictionary of Greek
φοινικιούς — –οῡσσα, οῡν, Α 1. αυτός που έχει πορφυρό, χρώμα, φοινίκεος* (Ι) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φοινικιοῡν (στην Αθήνα) δικαστήριο που ονομάστηκε έτσι από το πορφυρό χρώμα τών τοίχων τής πρόσοψής του και το οποίο λειτούργησε μέχρι το 150 περίπου μ.Χ.… … Dictionary of Greek